- λιγνιτωρύχος
- οεργάτης λιγνιτωρυχείου.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγνίτης + -ωρύχος (< ὀρύσσω), πρβλ. αδαμαντ-ωρύχος, τυμβωρύχος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιγνιτωρύχος — ο ο εργάτης του λιγνιτωρυχείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιγνιτωρυχείο — το [λιγνιτωρύχος] ορυχείο λιγνίτη … Dictionary of Greek